- υπόδροσος
- -ον, Αο κάπως δροσερός ή υγρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δρόσος (πρβλ. ἔνδροσος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόδροσοι — ὑπόδροσος somewhat dewy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)